- δισέλιδος
- -η, -ο1. αυτός που αποτελείται από δύο σελίδες, εκτείνεται σε δύο σελίδες («δισέλιδο άρθρο»)2. αυτός που αποτελείται από δύο σελίδες, μονόφυλλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* + σελίδα. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Γρηγόριο Παπαδόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.